επαπορητικος

επαπορητικος
    ἐπαπορητικός
    ἐπ-απορητικός
    3
    внушающий сомнение, сомнительный
    

(πρᾶγμα Diog.L.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "επαπορητικος" в других словарях:

  • επαπορητικός — ἐπαπορητικός και ἐπαπορηματικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που αμφιβάλλει, που έχει απορία 2. αυτός που περιέχει μέσα του απορία 3. αυτός που εκφράζει απορία ή αναφέρεται σε απορία 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπαπορηπκόν είδος ρητορικής συζητήσεως 5. επίρρ.… …   Dictionary of Greek

  • ἐπαπορητικός — dubitative masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαπορητικά — ἐπαπορητικός dubitative neut nom/voc/acc pl ἐπαπορητικά̱ , ἐπαπορητικός dubitative fem nom/voc/acc dual ἐπαπορητικά̱ , ἐπαπορητικός dubitative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαπορητικόν — ἐπαπορητικός dubitative masc acc sg ἐπαπορητικός dubitative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαπορητικῶς — ἐπαπορητικός dubitative adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»